κεφαλόμετρο

κεφαλόμετρο
το
όργανο για τη μέτρηση τών διαστάσεων τού κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometre < cephalo- (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -metre (πρβλ. -μετρον < μέτρον). Η λ., στον λόγιο τ. κεφαλόμετρον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλομετρία — η η μέτρηση τών διαστάσεων τού κεφαλιού με το κεφαλόμετρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrie < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + metrie (πρβλ. μετρία < μέτρης < μετρῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”